υπεργλυκαιμία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπεργλυκαιμία οι υπεργλυκαιμίες
      γενική της υπεργλυκαιμίας των υπεργλυκαιμιών
    αιτιατική την υπεργλυκαιμία τις υπεργλυκαιμίες
     κλητική υπεργλυκαιμία υπεργλυκαιμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υπεργλυκαιμία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική hyperglycémie < glycémie < αρχαία ελληνική γλυκύς + αἷμα

Προφορά

ΔΦΑ : /i.peɾ.ɣli.ceˈmi.a/

Ουσιαστικό

υπεργλυκαιμία θηλυκό

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.