υπόγλυκος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπόγλυκος η υπόγλυκη το υπόγλυκο
      γενική του υπόγλυκου της υπόγλυκης του υπόγλυκου
    αιτιατική τον υπόγλυκο την υπόγλυκη το υπόγλυκο
     κλητική υπόγλυκε υπόγλυκη υπόγλυκο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπόγλυκοι οι υπόγλυκες τα υπόγλυκα
      γενική των υπόγλυκων των υπόγλυκων των υπόγλυκων
    αιτιατική τους υπόγλυκους τις υπόγλυκες τα υπόγλυκα
     κλητική υπόγλυκοι υπόγλυκες υπόγλυκα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υπόγλυκος < αρχαία ελληνική ὑπόγλυκυς

Επίθετο

υπόγλυκος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.