γλυκύτητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γλυκύτητα οι γλυκύτητες
      γενική της γλυκύτητας των γλυκυτήτων
    αιτιατική τη γλυκύτητα τις γλυκύτητες
     κλητική γλυκύτητα γλυκύτητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γλυκύτητα < αρχαία ελληνική γλυκύτης < γλυκύς

Ουσιαστικό

γλυκύτητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα του γλυκού ή η σχετική αίσθηση
     συνώνυμα: γλύκα, ηδύτητα
  2. (μεταφορικά) ευχαρίστηση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.