νιτρογλυκερίνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | νιτρογλυκερίνη | οι | νιτρογλυκερίνες |
| γενική | της | νιτρογλυκερίνης | των | νιτρογλυκερινών |
| αιτιατική | τη | νιτρογλυκερίνη | τις | νιτρογλυκερίνες |
| κλητική | νιτρογλυκερίνη | νιτρογλυκερίνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
νιτρογλυκερίνη θηλυκό
- ελαιώδες εκρηκτικό υγρό με χημικό τύπο C3H5(ONO2)3 το οποίο προέρχεται από αντίδραση γλυκερόλης (κοιν. γλυκερίνης) και μίγμα νιτρικού και θειικού οξέος, πρώτη ύλη σε εκρηκτικά
Μεταφράσεις
νιτρογλυκερίνη
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.