γλυκούλης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γλυκούλης | η | γλυκούλα | το | γλυκούλικο |
| γενική | του | γλυκούλη | της | γλυκούλας | του | γλυκούλικου |
| αιτιατική | τον | γλυκούλη | τη | γλυκούλα | το | γλυκούλικο |
| κλητική | γλυκούλη | γλυκούλα | γλυκούλικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γλυκούληδες | οι | γλυκούλες | τα | γλυκούλικα |
| γενική | των | γλυκούληδων | — | των | γλυκούλικων | |
| αιτιατική | τους | γλυκούληδες | τις | γλυκούλες | τα | γλυκούλικα |
| κλητική | γλυκούληδες | γλυκούλες | γλυκούλικα | |||
| To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
| Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- γλυκούλης < γλυκ(ός) + υποκοριστικό επίθημα -ούλης
Επίθετο
γλυκούλης, -α, -ο
- (χαϊδευτικό) για κάποιον
- ↪ Τι γλυκούλης που είναι ο γιος της Μαρίας!
- κάπως θελκτικός
- ↪ Δεν ξετρελάθηκα με αυτόν που μου κουβάλησε η Μαρία. Ούτε ωραίος, ούτε σέξι, ε, γλυκούλης θα έλεγα, όμως αυτό δεν φτάνει,ε;
Συγγενικά
- γλυκούλι
- γλυκούτσικος
- → και δείτε τη λέξη γλυκός
Μεταφράσεις
γλυκούλης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.