γλυκερίνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γλυκερίνη οι γλυκερίνες
      γενική της γλυκερίνης των γλυκερινών
    αιτιατική τη γλυκερίνη τις γλυκερίνες
     κλητική γλυκερίνη γλυκερίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γλυκερίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική glycerine < αρχαία ελληνική γλυκερός + -ine (-ίνη)

Ουσιαστικό

γλυκερίνη θηλυκό και γλυκερόλη

  • η γλυκερόλη, γνωστή και ως γλυκερίνη ή προπανο-1,2,3-τριόλη ή 1,2,3-προπανοτριόλη C3H5(OH), είναι άχρωμο, άοσμο, υγροσκοπικό, γλυκό στη γεύση υγρό, ανήκει στις πολυόλες ή πολυαλκοόλες (sugar alcohols) μαζί με την ερυθριτόλη, ισομαλτιτόλη, λακτιτόλη, μαλτιτόλη, μαννιτόλη, σορβιτόλη και ξυλιτόλη και έχει τρία υδροξυλιόντα τα οποία ευθύνονται για την διαλυτότητα στο νερό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.