γλύκανση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γλύκανση | οι | γλυκάνσεις |
| γενική | της | γλύκανσης* | των | γλυκάνσεων |
| αιτιατική | τη | γλύκανση | τις | γλυκάνσεις |
| κλητική | γλύκανση | γλυκάνσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, γλυκάνσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γλύκανση < ελληνιστική κοινή γλύκανσις < αρχαία ελληνική γλυκαίνω < γλυκύς ((χημεία): (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική sweetening[1])
Ουσιαστικό
γλύκανση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του γλυκαίνω
- (τεχνολογία τροφίμων) η προσθήκη γλυκαντικών στοιχείων σε ποτά, τρόφιμα κ.λπ.
- (χημεία) μέθοδος επεξεργασίας πετρελαιοειδών, ώστε να αφαιρεθεί το θείο ή θειούχες ενώσεις
-
Sweetening (disambiguation) στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
διαδικασία ή το αποτέλεσμα του γλυκαίνω
τεχνολογία τροφίμων
χημεία
- γλύκανση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.