γλυκο-

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

  1. γλυκο- < γλυκός
  2. γλυκο- < γλυκόζη

Πρόθημα

γλυκο-

  1. πρώτο συνθετικό λέξεων που δηλώνουν γλυκιά γεύση
    γλυκοπατάτα
  2. πρώτο συνθετικό λέξεων που δηλώνουν τρυφερότητα
    γλυκοτραγουδώ

Πρόθημα

γλυκο-

  1. πρώτο συνθετικό λέξεων που σχετίζονται με τη γλυκόζη
    γλυκογόνο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.