γλυκαντικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γλυκαντικός | η | γλυκαντική | το | γλυκαντικό |
| γενική | του | γλυκαντικού | της | γλυκαντικής | του | γλυκαντικού |
| αιτιατική | τον | γλυκαντικό | τη | γλυκαντική | το | γλυκαντικό |
| κλητική | γλυκαντικέ | γλυκαντική | γλυκαντικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γλυκαντικοί | οι | γλυκαντικές | τα | γλυκαντικά |
| γενική | των | γλυκαντικών | των | γλυκαντικών | των | γλυκαντικών |
| αιτιατική | τους | γλυκαντικούς | τις | γλυκαντικές | τα | γλυκαντικά |
| κλητική | γλυκαντικοί | γλυκαντικές | γλυκαντικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- γλυκαντικός < γλυκαίνω
Επίθετο
γλυκαντικός, -ή, -ό
- που προστίθεται για να προσδώσει πιο γλυκιά γεύση
- η ασπαρτάμη είναι γλυκαντική ουσία
Συγγενικά
Μεταφράσεις
γλυκαντικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.