γλυκόζη
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- γλυκόζη < (αντιδάνειο) αγγλική glycose < ελληνική γλυκύς < αρχαία ελληνική γλεῦκος
Ουσιαστικό
γλυκόζη θηλυκό χωρίς πληθυντικό
- στερεό κρυσταλλικό σώμα, ευδιάλυτο στο νερό, με γλυκιά γεύση, που χρησιμοποιείται στη ζαχαροπλαστική και στην παρασκευή οινοπνεύματος
- (χημεία) το πιο διαδεδομένο σάκχαρο που παράγεται με φωτοσύνθεση και συνιστά τη βασική πηγή ενέργειας των οργανισμών
Μεταφράσεις
γλυκόζη
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.