sweet
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- sweet < μέση αγγλική sweete
Προφορά
- ΔΦΑ : /swiːt/
Επίθετο
| παραθετικά | |
| θετικός | sweet |
| συγκριτικός | sweeter |
| υπερθετικός | sweetest |
sweet (en)
- γλυκός, που έχει τη γεύση της ζάχαρης
- ↪ Honey is sweet.
- Το μέλι είναι γλυκό.
- ↪ Honey is sweet.
- γλυκός, που έχει ευχάριστη μυρωδιά
- ↪ How sweet these roses smell!
- Τι γλυκά που μυρίζουν αυτά τα τριαντάφυλλα!
- ↪ How sweet these roses smell!
- γλυκός, που έχει ευχάριστο ήχο
- ↪ a sweet voice/melody - γλυκιά φωνή/μελωδία
- γλυκός, που με κάνει να νιώθω ευχαριστημένος
- ↪ sweet dreams - γλυκά όνειρα
- γλυκός, χαριτωμένος, ειδικά των παιδιών ή των μικρών πραγμάτων
- γλυκός, που έχει συμπαθητικό χαρακτήρα
- ↪ a sweet person - γλυκός άνθρωπος
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| sweet | sweets |
sweet (en)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.