άγλυκος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άγλυκος η άγλυκη το άγλυκο
      γενική του άγλυκου της άγλυκης του άγλυκου
    αιτιατική τον άγλυκο την άγλυκη το άγλυκο
     κλητική άγλυκε άγλυκη άγλυκο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άγλυκοι οι άγλυκες τα άγλυκα
      γενική των άγλυκων των άγλυκων των άγλυκων
    αιτιατική τους άγλυκους τις άγλυκες τα άγλυκα
     κλητική άγλυκοι άγλυκες άγλυκα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

άγλυκος < α- στερητικό + γλυκός

Επίθετο

άγλυκος

  1. καθόλου γλυκός
    δεν έβαλα αρκετή ζάχαρη στο κέικ και μου βγήκε άγλυκο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.