βροχή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βροχή οι βροχές
      γενική της βροχής των βροχών
    αιτιατική τη βροχή τις βροχές
     κλητική βροχή βροχές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Βροχή που πέφτει.

Ετυμολογία

βροχή < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή βροχή

Προφορά

ΔΦΑ : /vɾoˈçi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βροχή
τονικό παρώνυμο: βρόχι

Ουσιαστικό

βροχή θηλυκό

  1. (μετεωρολογία) μορφή υετού, σταγόνες νερού που πέφτουν από τα σύννεφα
  2. (μεταφορικά) παρόμοια γεγονότα που συμβαίνουν σε μεγάλο αριθμό μέσα σε μικρό διάστημα
    ο υπουργός δέχτηκε μια βροχή κατηγοριών για τις κυνικές δηλώσεις του

Εκφράσεις

  • (τώρα μόνο) μια βροχή θα μας σώσει: οικεία έκφραση που εκφέρεται συνήθως σε καταστάσεις απελπισίας
  • ο βρεγμένος τη βροχή δεν τη φοβάται παροιμιακή έκφραση που δείχνει ότι πλέον δεν μπορεί να προκληθεί περισσότερος φόβος ή ζημιά

Συγγενικά

Σύνθετα

βροχο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα βροχο- στο Βικιλεξικό όπως

Συνώνυμα

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βροχή αἱ βροχαί
      γενική τῆς βροχῆς τῶν βροχῶν
      δοτική τῇ βροχ ταῖς βροχαῖς
    αιτιατική τὴν βροχήν τὰς βροχᾱ́ς
     κλητική ! βροχή βροχαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βροχᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  βροχαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βροχή < βρέχω

Ουσιαστικό

βροχή, -ῆς θηλυκό

  1. (μετεωρολογία) βροχή
      5ος/4ος πκε αιώνας Δημόκριτος, Απόσπασμα, 14_8, p. 159, 16 [Sept. 2] @scaife.perseus
    ἐν ταύτῃ τῇ ἡμέρᾳ ὁ Δ. λέγει ἐναλλαγὴν ἀνέμων συμβαίνειν καὶ βροχῆς ἐπικράτειαν.
      2ος κε αιώνας Καινή Διαθήκη, Κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, 7.25 @scaife.perseus
    καὶ κατέβη ἡ βροχὴ καὶ ἦλθαν οἱ ποταμοὶ καὶ ἔπνευσαν οἱ ἄνεμοι καὶ προσέπεσαν τῇ οἰκίᾳ ἐκείνῃ, καὶ οὐκ ἔπεσεν, τεθεμελίωτο γὰρ ἐπὶ τὴν πέτραν.
    Καὶ ἔπεσε ἡ βροχή, καὶ ἦλθαν τὰ ρεύματα τῶν ὑδάτων, καὶ ἔπνευσαν οἱ ἄνεμοι, καὶ ἔπεσαν μὲ ὁρμὴ στὸ σπίτι ἐκεῖνο, καὶ ἐν τούτοις δὲν ἔπεσε, διότι εἶχε θεμελιωθῇ πάνω στὸ βράχο.
    Μετάφραση: Νικόλαος Σωτηρόπουλος, @archive.org
  2. άρδευση
  3. ύγρανση, μούλιασμα
  4. (για τον Νείλο) πλημμύρα

Σύνθετα

  • ἀντεμβροχή
  • ἀποβροχή
  • διαβροχή
  • ἐμβροχή
  • ἐμβρόχημα
  • ἐπιβροχή
  • καταβροχή
  • κηρεμβροχή

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.