βροχοποιός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βροχοποιός οι βροχοποιοί
      γενική του βροχοποιού των βροχοποιών
    αιτιατική τον βροχοποιό τους βροχοποιούς
     κλητική βροχοποιέ βροχοποιοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βροχοποιός < βροχή + -ποιός

Ουσιαστικό

βροχοποιός αρσενικό

  • αυτός που επιδιώκει να φέρει βροχή εν μέσω ξηρασίας και προσπαθεί να πείσει ότι έχει αυτήν την ικανότητα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.