βροχερός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βροχερός | η | βροχερή | το | βροχερό |
| γενική | του | βροχερού | της | βροχερής | του | βροχερού |
| αιτιατική | τον | βροχερό | τη | βροχερή | το | βροχερό |
| κλητική | βροχερέ | βροχερή | βροχερό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βροχεροί | οι | βροχερές | τα | βροχερά |
| γενική | των | βροχερών | των | βροχερών | των | βροχερών |
| αιτιατική | τους | βροχερούς | τις | βροχερές | τα | βροχερά |
| κλητική | βροχεροί | βροχερές | βροχερά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία

Μια βροχερή μέρα.
Προφορά
- ΔΦΑ : /vɾo.çeˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βρο‐χε‐ρός
Επίθετο
βροχερός -ή, -ό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη βροχή
Μεταφράσεις
Αναφορές
- βροχερός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- στο λήμμα «βρέχω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Επίθετο
βροχερός
Πηγές
- βροχερός - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- βροχερός - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.