χιονόβροχο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χιονόβροχο τα χιονόβροχα
      γενική του χιονόβροχου των χιονόβροχων
    αιτιατική το χιονόβροχο τα χιονόβροχα
     κλητική χιονόβροχο χιονόβροχα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χιονόβροχο < χιονό- + βροχ(ή) + -ο

Προφορά

ΔΦΑ : /çoˈno.vɾo.xo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χιονόβροχο

Ουσιαστικό

χιονόβροχο ουδέτερο

Ταυτόσημο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.