βρόχινος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βρόχινος | η | βρόχινη | το | βρόχινο |
| γενική | του | βρόχινου | της | βρόχινης | του | βρόχινου |
| αιτιατική | τον | βρόχινο | τη | βρόχινη | το | βρόχινο |
| κλητική | βρόχινε | βρόχινη | βρόχινο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βρόχινοι | οι | βρόχινες | τα | βρόχινα |
| γενική | των | βρόχινων | των | βρόχινων | των | βρόχινων |
| αιτιατική | τους | βρόχινους | τις | βρόχινες | τα | βρόχινα |
| κλητική | βρόχινοι | βρόχινες | βρόχινα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈvɾo.çi.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βρό‐χι‐νος
Επίθετο
βρόχινος, -η, -ο
- ο προερχόμενος από νερά βροχής ή που σχετίζεται με βροχόπτωση
- ※ Πώς δυο ποτάμια, οχ τα βουνά που κατεβούν χειμώνα, / ρίχνουν μαζί στη διχαλιά τα βρόχινα νερά τους, / από πλατιά δυο στόματα μες σε βαθιά σκισμάδα (Όμηρος, Ιλιάδα (Μετάφραση Πάλλη), Δ)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη βροχή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.