βρόχινος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βρόχινος η βρόχινη το βρόχινο
      γενική του βρόχινου της βρόχινης του βρόχινου
    αιτιατική τον βρόχινο τη βρόχινη το βρόχινο
     κλητική βρόχινε βρόχινη βρόχινο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βρόχινοι οι βρόχινες τα βρόχινα
      γενική των βρόχινων των βρόχινων των βρόχινων
    αιτιατική τους βρόχινους τις βρόχινες τα βρόχινα
     κλητική βρόχινοι βρόχινες βρόχινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βρόχινος < βροχ(ή) + -ινος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈvɾo.çi.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βρόχινος

Επίθετο

βρόχινος, -η, -ο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.