βροχίλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βροχίλα | οι | βροχίλες |
| γενική | της | βροχίλας | — | |
| αιτιατική | τη | βροχίλα | τις | βροχίλες |
| κλητική | βροχίλα | βροχίλες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /vɾoˈçi.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βρο‐χί‐λα
Ουσιαστικό
βροχίλα θηλυκό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη βροχή
Μεταφράσεις
βροχίλα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.