βροχίλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βροχίλα οι βροχίλες
      γενική της βροχίλας
    αιτιατική τη βροχίλα τις βροχίλες
     κλητική βροχίλα βροχίλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βροχίλα < βροχ(ή) + -ίλα

Προφορά

ΔΦΑ : /vɾoˈçi.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βροχίλα

Ουσιαστικό

βροχίλα θηλυκό

  • (σπάνιο) η μυρωδιά που αναδύεται μετά από βροχή
    Είναι υγρός ο καιρός, μυρίζει βροχίλα και το χώμα της μεθοριακής τούτης πόλης αναταράζουνε οι βόμβες που πέφτουνε παραπέρα κι ο κρότος των πολυβόλων σκεπάζει τις φωνές των εργατών. (* Μαρία Νεοφωτίστου. Η Αποκάλυψη)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.