βροχόπτωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βροχόπτωση | οι | βροχοπτώσεις |
| γενική | της | βροχόπτωσης* | των | βροχοπτώσεων |
| αιτιατική | τη | βροχόπτωση | τις | βροχοπτώσεις |
| κλητική | βροχόπτωση | βροχοπτώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, βροχοπτώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βροχόπτωση < βροχ(ή) + -ο- + πτώση, μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Regenfall[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /vɾoˈxo.pto.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βρο‐χό‐πτω‐ση
Ουσιαστικό
βροχόπτωση θηλυκό
Αναφορές
- βροχόπτωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.