βροχόνερο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | βροχόνερο | τα | βροχόνερα |
| γενική | του | βροχόνερου | των | βροχόνερων |
| αιτιατική | το | βροχόνερο | τα | βροχόνερα |
| κλητική | βροχόνερο | βροχόνερα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βροχόνερο < βροχό- + -νερο
Προφορά
- ΔΦΑ : /vɾoˈxo.ne.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βρο‐χό‐νε‐ρο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.