αδιάβροχο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αδιάβροχο | τα | αδιάβροχα |
| γενική | του | αδιάβροχου | των | αδιάβροχων |
| αιτιατική | το | αδιάβροχο | τα | αδιάβροχα |
| κλητική | αδιάβροχο | αδιάβροχα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αδιάβροχο ουδέτερο
Μεταφράσεις
αδιάβροχο
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αδιάβροχο αρσενικό ή ουδέτερο
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του αδιάβροχος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αδιάβροχος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
.jpg.webp)