ἀβροχία
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- ἀβροχία < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀβροχία. Συγχρονικά αναλύεται σε ἀ- στερητικό και βροχή ( < αρχαία ελληνική βρέχω) + -ία
Ουσιαστικό
ἀβροχία (& ἀβροχιά) θηλυκό
- η ξηρασία, η αναβροχιά, αβροχιά
- ※ 15ος αιώνας Ἐξήγησις τῆς γλυκείας χώρας Κύπρου... (αποδίδεται στον Λεόντιο Μαχαιρά)
- διατὶ ἐγίνην πείνα μεγάλην ἀπού ἀβροχίαν
- ※ 15ος αιώνας Ἐξήγησις τῆς γλυκείας χώρας Κύπρου... (αποδίδεται στον Λεόντιο Μαχαιρά)
Πηγές
- σελ.9 Τόμος Α - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἀβροχίᾱ | αἱ | ἀβροχίαι | ||||
| γενική | τῆς | ἀβροχίᾱς | τῶν | ἀβροχιῶν | ||||
| δοτική | τῇ | ἀβροχίᾳ | ταῖς | ἀβροχίαις | ||||
| αιτιατική | τὴν | ἀβροχίᾱν | τὰς | ἀβροχίᾱς | ||||
| κλητική ὦ! | ἀβροχίᾱ | ἀβροχίαι | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀβροχίᾱ | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀβροχίαιν | ||||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Πηγές
- ἀβροχία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.