αναβροχιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναβροχιά οι αναβροχιές
      γενική της αναβροχιάς των αναβροχιών
    αιτιατική την αναβροχιά τις αναβροχιές
     κλητική αναβροχιά αναβροχιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αναβροχιά < στερητικό ανα- + βροχή + -ιά

Ουσιαστικό

αναβροχιά θηλυκό

Εκφράσεις

  • στην αναβροχιά καλό και το χαλάζι : καλύτερο αυτό (για κάτι που δεν είναι το απολύτως επιθυμητό) από το τίποτα

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.