βροχόμετρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | βροχόμετρο | τα | βροχόμετρα |
| γενική | του | βροχόμετρου & βροχομέτρου |
των | βροχόμετρων & βροχομέτρων |
| αιτιατική | το | βροχόμετρο | τα | βροχόμετρα |
| κλητική | βροχόμετρο | βροχόμετρα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
βροχόμετρο ουδέτερο
- (μετεωρολογία): μετεωρολογικό όργανο μέτρησης της βροχόπτωσης
Παράγωγα
Μεταφράσεις
βροχόμετρο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.