σύννεφο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σύννεφο | τα | σύννεφα |
| γενική | του | σύννεφου | των | σύννεφων |
| αιτιατική | το | σύννεφο | τα | σύννεφα |
| κλητική | σύννεφο | σύννεφα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

σύννεφα στον ουρανό
Ετυμολογία
- σύννεφο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σύννεφο, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο < ελληνιστική κοινή σύννεφος[1] < συν- + νέφος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈsi.ne.fo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σύν‐νε‐φο
Ουσιαστικό
σύννεφο ουδέτερο
Συγγενικά
Σύνθετα
Εκφράσεις
-
σύννεφο στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
σύννεφο
|
Αναφορές
- σύννεφο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.