null
Αγγλικά (en)
Προφορά
- ΔΦΑ : /nʌl/
- ⓘ
Ουσιαστικό
null (en)
- (βάσεις δεδομένων), (SQL) δεσμευμένη λέξη που χρησιμοποιείται ως τιμή σε πεδίο στήλης (attribute) πίνακα (table) και σημαίνει ότι το πεδίο δεν έχει τιμή που να μπορεί να χρησιμοποιηθεί, δεν είναι ούτε μηδέν, ούτε κενό.[1]
NULLis special. It indicates that a piece of information is unknown or not applicable.NULLis not equal to anything even the number zero, an empty string, and so on.[2]- άλλη γραφή: NULL
- Στη θεωρία των σχεσιακών βάσεων δεδομένων συμβολίζεται με το ελληνικό γράμμα: ω
- δείτε επίσης: null (SQL) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Αναφορές
- Παύλος Εφραιμίδης, Λέκτορας, Σχεσιακό Μοντέλο Δεδομένων, σελ. 14, από Πανεπιστήμιο Θράκης. Προσπέλαση 2020-02-04
- (Αγγλικά) Introduction to the SQLite IS NULL operator, πρόσβαση:2020-01-14
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.