ala
Βασκικά
(eu)
Σύνδεσμος
ala
(eu)
ή
Βοσνιακά
(bs)
Ουσιαστικό
ala
(bs)
δράκος
Ιταλικά
(it)
Ουσιαστικό
ενικός
πληθυντικός
ala
ali
ala
(it)
(
ζωολογία
)
φτερό
,
πτερύγιο
Λετονικά
(lv)
Ουσιαστικό
ala
(lv)
ακρωτήριο
Σερβικά
(sr)
Επιφώνημα
ala
(sr)
λατινική γραφή του
ала
Ουσιαστικό
ala
(sr)
λατινική γραφή του
ала
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.