χήνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χήνα οι χήνες
      γενική της χήνας των χηνών
    αιτιατική τη χήνα τις χήνες
     κλητική χήνα χήνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
χήνα
Ένα κοπάδι χήνες

Ετυμολογία

χήνα < αρχαία ελληνική χήν < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵʰh₂éns (χήνα)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈçi.na/

Ουσιαστικό

χήνα θηλυκό (αρσενικό: χήνος)

  1. (πτηνό) νηκτικό πτηνό, με λευκό ή γκρίζο χρώμα, μοιάζει με την πάπια, έχει μακρύ λαιμό
  2. (μεταφορικά) εύπιστος άνθρωπος
     συνώνυμα: αφελής, κουτός
  3. (αργκό) (παρωχημένο) το χιλιόδραχμο

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.