χήνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χήνα | οι | χήνες |
| γενική | της | χήνας | των | χηνών |
| αιτιατική | τη | χήνα | τις | χήνες |
| κλητική | χήνα | χήνες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

χήνα

Ένα κοπάδι χήνες
Ετυμολογία
- χήνα < αρχαία ελληνική χήν < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵʰh₂éns (χήνα)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈçi.na/
Ουσιαστικό
χήνα θηλυκό (αρσενικό: χήνος)
Σύνθετα
Μεταφράσεις
χήνα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.