χηνίσιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χηνίσιος η χηνίσια το χηνίσιο
      γενική του χηνίσιου της χηνίσιας του χηνίσιου
    αιτιατική τον χηνίσιο τη χηνίσια το χηνίσιο
     κλητική χηνίσιε χηνίσια χηνίσιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χηνίσιοι οι χηνίσιες τα χηνίσια
      γενική των χηνίσιων των χηνίσιων των χηνίσιων
    αιτιατική τους χηνίσιους τις χηνίσιες τα χηνίσια
     κλητική χηνίσιοι χηνίσιες χηνίσια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χηνίσιος < χήν(α) + -ίσιος

Προφορά

ΔΦΑ : /çiˈni.sços/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χηνίσιος

Επίθετο

χηνίσιος, -α, -ο

  • που έχει σχέση με τη χήνα, ανήκει η αναφέρεται σ’ αυτή

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη χήνα

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.