αγριόχηνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αγριόχηνα | οι | αγριόχηνες |
| γενική | της | αγριόχηνας | των | αγριόχηνων |
| αιτιατική | την | αγριόχηνα | τις | αγριόχηνες |
| κλητική | αγριόχηνα | αγριόχηνες | ||
| Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αγριόχηνα < αγριό- + χήνα < {αρχ}} χήν < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵʰh₂éns (χήνα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
