νηκτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | νηκτικός | η | νηκτική | το | νηκτικό |
| γενική | του | νηκτικού | της | νηκτικής | του | νηκτικού |
| αιτιατική | τον | νηκτικό | τη | νηκτική | το | νηκτικό |
| κλητική | νηκτικέ | νηκτική | νηκτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | νηκτικοί | οι | νηκτικές | τα | νηκτικά |
| γενική | των | νηκτικών | των | νηκτικών | των | νηκτικών |
| αιτιατική | τους | νηκτικούς | τις | νηκτικές | τα | νηκτικά |
| κλητική | νηκτικοί | νηκτικές | νηκτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- νηκτικός < (ελληνιστική κοινή) νηκτικός < αρχαία ελληνική νηκτός < νήχω
Επίθετο
νηκτικός, -ή, -ό
Πολυλεκτικοί όροι
- νηκτική κύστη
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
νηκτικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.