oca

Καταλανικά (ca)

Ουσιαστικό

oca (ca)

  1. (πτηνό) η χήνα

Ισπανικά (es)

Ουσιαστικό

oca (es)

  1. (πτηνό) η χήνα

Ιταλικά (it)

Ουσιαστικό

oca (it) θηλυκό

  1. (πτηνό) η χήνα
  2. (μεταφορικά) πολύ έξυπνος άνθρωπος

Παράγωγα


Σικελικά (scn)

Ουσιαστικό

oca (scn)

  1. (πτηνό) η χήνα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.