χηνοτροφείο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χηνοτροφείο | τα | χηνοτροφεία |
| γενική | του | χηνοτροφείου | των | χηνοτροφείων |
| αιτιατική | το | χηνοτροφείο | τα | χηνοτροφεία |
| κλητική | χηνοτροφείο | χηνοτροφεία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /çi.no.tɾoˈfi.o/
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις χηνοτρόφος, χήνα και τρέφω
Μεταφράσεις
χηνοτροφείο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.