τρέχω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τρέχω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τρέχω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰregʰ-

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈtɾe.xo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρέχω
παρώνυμο: στρέχω

Ρήμα

τρέχω, πρτ.: έτρεχα, στ.μέλλ.: θα τρέξω/δράμω(λόγιο ή λογοτεχνικό), αόρ.: έτρεξα/έδραμα(λόγιο ή λογοτεχνικό) (χωρίς παθητική φωνή)

  1. χρησιμοποιώ τα πόδια μου για να κινηθώ γρήγορα
  2. συμμετέχω σε αγώνα δρόμου ή ταχύτητας
  3. κινούμαι με μεγάλη ταχύτητα με οποιοδήποτε μεταφορικό μέσο
  4. ενεργώ με ταχύτητα για να αντιμετωπίσω κάτι επείγον, σπεύδω
    τρέξε να πάρεις τηλέφωνο το πρώτων βοηθειών!
  5. (μεταφορικά) κινούμαι, μεταβάλλομαι με ταχύτητα
    οι εξελίξεις τρέχουν και δυσκολεύομαι να τις παρακολουθήσω
  6. (μεταφορικά) έχω μια ορισμένη τιμή
    ο πληθωρισμός τρέχει με 4%
  7. ρέω, κυλώ (για υγρά)
  8. για αντικείμενα από τα οποία ρέει ή στάζει ένα υγρό
    τρέχει η μύτη σου
  9. (μεταβατικό) (μεταφορικά) ταλαιπωρώ κάποιον δίνοντάς του να κάνει βαριές ή δύσκολες εργασίες
  10. (πληροφορική) για ένα πρόγραμμα που είναι ενεργό
    όταν τρέχει το πρόγραμμα αυτό, ο υπολογιστής μου γίνεται πολύ αργός
    • (μεταβατικό) θέτω σε λειτουργία ή χρησιμοποιώ ένα πρόγραμμα
      όταν έτρεξα την καινούρια έκδοση του προγράμματος αυτού, είδα μεγάλη διαφορά

Εκφράσεις

  • τρέχω όλη μέρα : έχω πολλές δουλειές να κάνω και είμαι σε διαρκή κίνηση όλη μέρα
  • κάτι τρέχει στα γύφτικα: κάτι ασήμαντο, που δεν είναι άξιο λόγου
  • τρέχει η μύτη μου: έχω συνάχι
  • τρέχω και δε φτάνω

Συγγενικά

Σύνθετα

Συνώνυμα

  • δρομώ

Κλίση

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

τρέχω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰregʰ-
θέμα τρεχ- καθ΄ εταιροίωση τροχ- και δραμ- στον αόριστο β΄έδραμον και παρακειμένου δεδραμ- με αναδιπλασιασμό δεδράμηκα. Δείτε και δρόμος, ἐκδρομή

Ρήμα

τρέχω

Συνώνυμα

Παράγωγα

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.