τρέχω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τρέχω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τρέχω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰregʰ-
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈtɾe.xo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρέ‐χω
- παρώνυμο: στρέχω
Ρήμα
τρέχω, πρτ.: έτρεχα, στ.μέλλ.: θα τρέξω/δράμω(λόγιο ή λογοτεχνικό), αόρ.: έτρεξα/έδραμα(λόγιο ή λογοτεχνικό) (χωρίς παθητική φωνή)
- χρησιμοποιώ τα πόδια μου για να κινηθώ γρήγορα
- συμμετέχω σε αγώνα δρόμου ή ταχύτητας
- κινούμαι με μεγάλη ταχύτητα με οποιοδήποτε μεταφορικό μέσο
- ενεργώ με ταχύτητα για να αντιμετωπίσω κάτι επείγον, σπεύδω
- τρέξε να πάρεις τηλέφωνο το πρώτων βοηθειών!
- (μεταφορικά) κινούμαι, μεταβάλλομαι με ταχύτητα
- οι εξελίξεις τρέχουν και δυσκολεύομαι να τις παρακολουθήσω
- (μεταφορικά) έχω μια ορισμένη τιμή
- ο πληθωρισμός τρέχει με 4%
- ρέω, κυλώ (για υγρά)
- για αντικείμενα από τα οποία ρέει ή στάζει ένα υγρό
- τρέχει η μύτη σου
- (μεταβατικό) (μεταφορικά) ταλαιπωρώ κάποιον δίνοντάς του να κάνει βαριές ή δύσκολες εργασίες
- (πληροφορική) για ένα πρόγραμμα που είναι ενεργό
- όταν τρέχει το πρόγραμμα αυτό, ο υπολογιστής μου γίνεται πολύ αργός
- (μεταβατικό) θέτω σε λειτουργία ή χρησιμοποιώ ένα πρόγραμμα
- όταν έτρεξα την καινούρια έκδοση του προγράμματος αυτού, είδα μεγάλη διαφορά
Εκφράσεις
- τρέχω όλη μέρα : έχω πολλές δουλειές να κάνω και είμαι σε διαρκή κίνηση όλη μέρα
- κάτι τρέχει στα γύφτικα: κάτι ασήμαντο, που δεν είναι άξιο λόγου
- τρέχει η μύτη μου: έχω συνάχι
- τρέχω και δε φτάνω
Συγγενικά
Συνώνυμα
- δρομώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | τρέχω | έτρεχα | θα τρέχω | να τρέχω | τρέχοντας | |
| β' ενικ. | τρέχεις | έτρεχες | θα τρέχεις | να τρέχεις | τρέχε | |
| γ' ενικ. | τρέχει | έτρεχε | θα τρέχει | να τρέχει | ||
| α' πληθ. | τρέχουμε | τρέχαμε | θα τρέχουμε | να τρέχουμε | ||
| β' πληθ. | τρέχετε | τρέχατε | θα τρέχετε | να τρέχετε | τρέχετε | |
| γ' πληθ. | τρέχουν(ε) | έτρεχαν τρέχαν(ε) |
θα τρέχουν(ε) | να τρέχουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | έτρεξα | θα τρέξω | να τρέξω | τρέξει | ||
| β' ενικ. | έτρεξες | θα τρέξεις | να τρέξεις | τρέξε | ||
| γ' ενικ. | έτρεξε | θα τρέξει | να τρέξει | |||
| α' πληθ. | τρέξαμε | θα τρέξουμε | να τρέξουμε | |||
| β' πληθ. | τρέξατε | θα τρέξετε | να τρέξετε | τρέξτε | ||
| γ' πληθ. | έτρεξαν τρέξαν(ε) |
θα τρέξουν(ε) | να τρέξουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω τρέξει | είχα τρέξει | θα έχω τρέξει | να έχω τρέξει | ||
| β' ενικ. | έχεις τρέξει | είχες τρέξει | θα έχεις τρέξει | να έχεις τρέξει | ||
| γ' ενικ. | έχει τρέξει | είχε τρέξει | θα έχει τρέξει | να έχει τρέξει | ||
| α' πληθ. | έχουμε τρέξει | είχαμε τρέξει | θα έχουμε τρέξει | να έχουμε τρέξει | ||
| β' πληθ. | έχετε τρέξει | είχατε τρέξει | θα έχετε τρέξει | να έχετε τρέξει | ||
| γ' πληθ. | έχουν τρέξει | είχαν τρέξει | θα έχουν τρέξει | να έχουν τρέξει |
| |
Μεταφράσεις
τρέχω
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- τρέχω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰregʰ-
- θέμα τρεχ- καθ΄ εταιροίωση τροχ- και δραμ- στον αόριστο β΄έδραμον και παρακειμένου δεδραμ- με αναδιπλασιασμό δεδράμηκα. Δείτε και δρόμος, ἐκδρομή
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Πηγές
- τρέχω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τρέχω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.