τρεχάμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τρεχάμενος | η | τρεχάμενη | το | τρεχάμενο |
| γενική | του | τρεχάμενου | της | τρεχάμενης | του | τρεχάμενου |
| αιτιατική | τον | τρεχάμενο | την | τρεχάμενη | το | τρεχάμενο |
| κλητική | τρεχάμενε | τρεχάμενη | τρεχάμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τρεχάμενοι | οι | τρεχάμενες | τα | τρεχάμενα |
| γενική | των | τρεχάμενων | των | τρεχάμενων | των | τρεχάμενων |
| αιτιατική | τους | τρεχάμενους | τις | τρεχάμενες | τα | τρεχάμενα |
| κλητική | τρεχάμενοι | τρεχάμενες | τρεχάμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- τρεχάμενος < → λείπει η ετυμολογία
Μετοχή
τρεχάμενος, -η, -ο
- τρέχων, που τρέχει
- ο συνεχώς βιαστικός
- που βρίσκεται σε εξέλιξη (τρεχάμενο ζήτημα)
- που ρέει
- ασταθής κι αμφίβολος (τρεχάμενη ηθική)
Σύνθετα
Μεταφράσεις
τρεχάμενος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.