τρεχάλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τρεχάλα | οι | τρεχάλες |
| γενική | της | τρεχάλας | — | |
| αιτιατική | την | τρεχάλα | τις | τρεχάλες |
| κλητική | τρεχάλα | τρεχάλες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τρεχάλα < τρέχω
Επίρρημα
τρεχάλα
- τρέχοντας
- ※ Δίχως να πει λέξη, έπαιρνε τρεχάλα τις σκάλες κι έβγαινε στους δρόμους. (Θανάσης Πετσάλης - Διομήδης, Μαρία Πάρνη)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη τρέχω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.