ἐκδρομή

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐκδρομή αἱ ἐκδρομαί
      γενική τῆς ἐκδρομῆς τῶν ἐκδρομῶν
      δοτική τῇ ἐκδρομ ταῖς ἐκδρομαῖς
    αιτιατική τὴν ἐκδρομήν τὰς ἐκδρομᾱ́ς
     κλητική ! ἐκδρομή ἐκδρομαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐκδρομᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  ἐκδρομαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἐκδρομή, από τον 5ο αιώνα < ἐκ- + δρομ- μεταπτωτική βαθμίδα για την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *der- (τρέχω) + [1]

Ουσιαστικό

ἐκδρομή θηλυκό

  1. έξοδος
  2. έφοδος, επίθεση
  3. ομάδα ακροβολιστών
  4. βλάστηση, αύξηση, ανάπτυξη
  5. παρέκβαση

Συγγενικά

  • ἀνέκδρομος
  • διεκδρομή
  • δυσέκδρομος
  • ἐκδραμεῖν
  • ἔκδρομος
  • ἐπεκδρομή
  • προεκδρομή
  • συνεκδρομή
  • συνεκδρομικῶς

 δείτε και τη λέξη δρόμος

Αναφορές

  1. εκδρομή - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.