προτρέχω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

προτρέχω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προτρέχω.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε προ- + τρέχω.

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾoˈtɾe.xo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προτρέχω

Ρήμα

προτρέχω

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.