τρέχοντας
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈtɾe.xon.das/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρέ‐χο‐ντας
Ετυμολογία 1
- τρέχοντας: η άκλιτη νεοελληνική μετοχή σε -οντας
Ετυμολογία 2
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τρέχων & τρέχοντας |
η | τρέχουσα | το | τρέχον |
| γενική | του | τρέχοντος & τρέχοντα |
της | τρέχουσας & τρεχούσης* |
του | τρέχοντος |
| αιτιατική | τον | τρέχοντα | την | τρέχουσα | το | τρέχον |
| κλητική | τρέχων & τρέχοντα |
τρέχουσα | τρέχον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τρέχοντες | οι | τρέχουσες | τα | τρέχοντα |
| γενική | των | τρεχόντων | των | τρεχουσών | των | τρεχόντων |
| αιτιατική | τους | τρέχοντες | τις | τρέχουσες | τα | τρέχοντα |
| κλητική | τρέχοντες | τρέχουσες | τρέχοντα | |||
| Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
| ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχοντας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
- τρέχοντας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τρέχων τρεχ(οντ-) + νεότερη κατάληξη -ας με -οντας
Αρχαία ελληνικά (grc)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.