τρεχάτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τρεχάτος η τρεχάτη το τρεχάτο
      γενική του τρεχάτου της τρεχάτης του τρεχάτου
    αιτιατική τον τρεχάτο την τρεχάτη το τρεχάτο
     κλητική τρεχάτε τρεχάτη τρεχάτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τρεχάτοι οι τρεχάτες τα τρεχάτα
      γενική των τρεχάτων των τρεχάτων των τρεχάτων
    αιτιατική τους τρεχάτους τις τρεχάτες τα τρεχάτα
     κλητική τρεχάτοι τρεχάτες τρεχάτα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τρεχάτος < τρέχ(ω) + -άτος[1]

Επίθετο

τρεχάτος, -η, -ο

  1. αυτός που βιάζεται και πάει γρήγορα κάπου
    τρεχάτο σε βλέπω σήμερα! έχεις πολλή δουλειά;
    του τρεχάτου η μάνα ποτέ δεν έκλαψε, (Στάθης Ψάλτης)

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.