τρεχάτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τρεχάτος | η | τρεχάτη | το | τρεχάτο |
| γενική | του | τρεχάτου | της | τρεχάτης | του | τρεχάτου |
| αιτιατική | τον | τρεχάτο | την | τρεχάτη | το | τρεχάτο |
| κλητική | τρεχάτε | τρεχάτη | τρεχάτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τρεχάτοι | οι | τρεχάτες | τα | τρεχάτα |
| γενική | των | τρεχάτων | των | τρεχάτων | των | τρεχάτων |
| αιτιατική | τους | τρεχάτους | τις | τρεχάτες | τα | τρεχάτα |
| κλητική | τρεχάτοι | τρεχάτες | τρεχάτα | |||
| Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
τρεχάτος, -η, -ο
- αυτός που βιάζεται και πάει γρήγορα κάπου
- τρεχάτο σε βλέπω σήμερα! έχεις πολλή δουλειά;
- του τρεχάτου η μάνα ποτέ δεν έκλαψε, (Στάθης Ψάλτης)
Μεταφράσεις
τρεχάτος
|
|
Αναφορές
- τρεχάτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.