τρεχούμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τρεχούμενος | η | τρεχούμενη | το | τρεχούμενο |
| γενική | του | τρεχούμενου | της | τρεχούμενης | του | τρεχούμενου |
| αιτιατική | τον | τρεχούμενο | την | τρεχούμενη | το | τρεχούμενο |
| κλητική | τρεχούμενε | τρεχούμενη | τρεχούμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τρεχούμενοι | οι | τρεχούμενες | τα | τρεχούμενα |
| γενική | των | τρεχούμενων | των | τρεχούμενων | των | τρεχούμενων |
| αιτιατική | τους | τρεχούμενους | τις | τρεχούμενες | τα | τρεχούμενα |
| κλητική | τρεχούμενοι | τρεχούμενες | τρεχούμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.