κατατρέχω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κατατρέχω < αρχαία ελληνική κατατρέχω < κατά + τρέχω

Ρήμα

κατατρέχω (παθητική φωνή: κατατρέχομαι)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.