θέω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- θέω < αρχαία ελληνική θέω
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
θέω
|
→ δείτε τη λέξη τρέχω |
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- θέω < θεϝ- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰew- (τρέχω, ρέω)
Ρήμα
θέω
- (αμετάβατο) τρέχω
- ※ 7ος - 6ος αι. πκε, Ομηρικοί ύμνοι, Εις Αφροδίτην Ομηρικοί Ύμνοι/X. Εις Αφροδίτην
- Κυπρογενῆ Κυθέρειαν ἀείσομαι, ἥ τε βροτοῖσιν | μείλιχα δῶρα δίδωσιν· ἐφ᾿ ἱμερτῶι δὲ προσώπωι | αἰεὶ μειδιάει, καὶ ἐφ᾿ ἱμερτὸν θέει ἄνθος.
- Στην Κυθειρία, την κυπρογεννημένη (ΣτΜ εννοεί την Αφροδίτη) θα τραγουδήσω, που γλυκά δώρα φέρνει στους θνητούς, με το γοητευτικό της πρόσωπο πάντα χαμογελάει, και η γοητεία τρέχει πάνω της σα λουλούδι
Σύνθετα
- διαθέω (τρέχω εδώ και εκεί)
- βοηθός
Κλίση
- → λείπει η κλίση
- (ελλειπτικό ρήμα)· αόριστος β’ ἔδραμον και παρακείμενος δεδράμηκα
Πηγές
- θέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.