τρεχάματα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | τρεχάματα | ||
| γενική | των | τρεχαμάτων | ||
| αιτιατική | τα | τρεχάματα | ||
| κλητική | τρεχάματα | |||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
τρεχάματα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- το αδιάκοπο τρέξιμο
- (συνεκδοχικά) οι έγνοιες, οι σκοτούρες
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη τρέχω
Αναφορές
- τρεχάματα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.