τρεχάματα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα τρεχάματα
      γενική των τρεχαμάτων
    αιτιατική τα τρεχάματα
     κλητική τρεχάματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τρεχάματα < τρέχ(ω) + κατάληξη πληθυντικού -άματα ουσιαστικών σε -αμα[1]

Ουσιαστικό

τρεχάματα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. το αδιάκοπο τρέξιμο
  2. (συνεκδοχικά) οι έγνοιες, οι σκοτούρες

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.