ανατρέχω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ανατρέχω < (ελληνιστική κοινή) ἀνατρέχω
Ρήμα
ανατρέχω
- γυρίζω με τη σκέψη μου προς τα πίσω, προς το παρελθόν
- συμβουλεύομαι μια πηγή για να βρω μια πληροφορία
Μεταφράσεις
ανατρέχω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.