τιμάω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τιμάω < τιμ(ώ} + νεοελληνικό επίθημα -άω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τιμῶ, συνηρημένος τύπος του τιμάω > τιμή
Προφορά
- ΔΦΑ : /tiˈma.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τι‐μά‐ω
Σύνθετα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | τιμάω - τιμώ | τιμούσα - τίμαγα | θα τιμάω - τιμώ | να τιμάω - τιμώ | τιμώντας | |
| β' ενικ. | τιμάς | τιμούσες - τίμαγες | θα τιμάς | να τιμάς | τίμα - τίμαγε | |
| γ' ενικ. | τιμάει - τιμά | τιμούσε - τίμαγε | θα τιμάει - τιμά | να τιμάει - τιμά | ||
| α' πληθ. | τιμάμε - τιμούμε | τιμούσαμε - τιμάγαμε | θα τιμάμε - τιμούμε | να τιμάμε - τιμούμε | ||
| β' πληθ. | τιμάτε | τιμούσατε - τιμάγατε | θα τιμάτε | να τιμάτε | τιμάτε | |
| γ' πληθ. | τιμάν(ε) - τιμούν(ε) | τιμούσαν(ε) - τίμαγαν - τιμάγανε | θα τιμάν(ε) - τιμούν(ε) | να τιμάν(ε) - τιμούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | τίμησα | θα τιμήσω | να τιμήσω | τιμήσει | ||
| β' ενικ. | τίμησες | θα τιμήσεις | να τιμήσεις | τίμα - τίμησε | ||
| γ' ενικ. | τίμησε | θα τιμήσει | να τιμήσει | |||
| α' πληθ. | τιμήσαμε | θα τιμήσουμε | να τιμήσουμε | |||
| β' πληθ. | τιμήσατε | θα τιμήσετε | να τιμήσετε | τιμήστε | ||
| γ' πληθ. | τίμησαν τιμήσαν(ε) |
θα τιμήσουν(ε) | να τιμήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω τιμήσει | είχα τιμήσει | θα έχω τιμήσει | να έχω τιμήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις τιμήσει | είχες τιμήσει | θα έχεις τιμήσει | να έχεις τιμήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει τιμήσει | είχε τιμήσει | θα έχει τιμήσει | να έχει τιμήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε τιμήσει | είχαμε τιμήσει | θα έχουμε τιμήσει | να έχουμε τιμήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε τιμήσει | είχατε τιμήσει | θα έχετε τιμήσει | να έχετε τιμήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν τιμήσει | είχαν τιμήσει | θα έχουν τιμήσει | να έχουν τιμήσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | τιμώμαι | τιμόμουν | θα τιμώμαι | να τιμώμαι | ||
| β' ενικ. | τιμάσαι | τιμόσουν | θα τιμάσαι | να τιμάσαι | ||
| γ' ενικ. | τιμάται | τιμόταν | θα τιμάται | να τιμάται | ||
| α' πληθ. | τιμώμεθα - τιμόμαστε | τιμόμασταν | θα τιμώμεθα - τιμόμαστε | να τιμώμεθα - τιμόμαστε | ||
| β' πληθ. | τιμάσθε - τιμάστε | τιμόσασταν | θα τιμάσθε - τιμάστε | να τιμάσθε - τιμάστε | τιμάσθε - τιμάστε | |
| γ' πληθ. | τιμώνται | τιμόνταν - τιμόντουσαν | θα τιμώνται | να τιμώνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | τιμήθηκα | θα τιμηθώ | να τιμηθώ | τιμηθεί | ||
| β' ενικ. | τιμήθηκες | θα τιμηθείς | να τιμηθείς | τιμήσου | ||
| γ' ενικ. | τιμήθηκε | θα τιμηθεί | να τιμηθεί | |||
| α' πληθ. | τιμηθήκαμε | θα τιμηθούμε | να τιμηθούμε | |||
| β' πληθ. | τιμηθήκατε | θα τιμηθείτε | να τιμηθείτε | τιμηθείτε | ||
| γ' πληθ. | τιμήθηκαν τιμηθήκαν(ε) |
θα τιμηθούν(ε) | να τιμηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω τιμηθεί | είχα τιμηθεί | θα έχω τιμηθεί | να έχω τιμηθεί | τιμημένος | |
| β' ενικ. | έχεις τιμηθεί | είχες τιμηθεί | θα έχεις τιμηθεί | να έχεις τιμηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει τιμηθεί | είχε τιμηθεί | θα έχει τιμηθεί | να έχει τιμηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε τιμηθεί | είχαμε τιμηθεί | θα έχουμε τιμηθεί | να έχουμε τιμηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε τιμηθεί | είχατε τιμηθεί | θα έχετε τιμηθεί | να έχετε τιμηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν τιμηθεί | είχαν τιμηθεί | θα έχουν τιμηθεί | να έχουν τιμηθεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι τιμημένος - είμαστε, είστε, είναι τιμημένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν τιμημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν τιμημένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι τιμημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι τιμημένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι τιμημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι τιμημένοι | |||||
Μεταφράσεις
τιμάω
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
| Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
|---|---|---|
| Ενεστώτας | τιμάω - τιμῶ | τιμάομαι - τιμῶμαι |
| Παρατατικός | ἐτίμων | ἐτιμώμην |
| Μέλλοντας | τιμήσω | τιμήσομαι & τιμηθήσομαι |
| Αόριστος | ἐτίμησα | ἐτιμησάμην & ἐτιμήθην |
| Παρακείμενος | τετίμηκα | τετίμημαι |
| Υπερσυντέλικος | ἐτιμήκειν | ἐτετιμήμην |
| Συντελ.Μέλλ. | τετιμηκώς ἔσομαι | τετιμήσομαι |
Συγγενικά
- πολυτίμητος
- ἀνεπιτίμητος
- τίμημα
- ἀτίμητος
- τιμητικός
Σύνθετα
- σύνθετες Λέξεις τιμάω @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
- σύνθετα του τιμάομαι, τιμῶμαι:
- ἀμφιτιμάομαι
- ἀνθυποτιμάομαι
- ὑποτιμάομαι
σημασία με τις προθέσεις:
- ἀντι- (αντιπροτείνω άλλη ποινή)
- ἀπo- (περιφρονώ, ορίζω την τιμή κάποιου πράγματος για εκτίμηση)
- ὑπο- (ως δικανικός όρος αντιπροτείνω άλλη τιμή ως το ἀντιτιμῶμαι)
- προσ- (επιβάλλω επιπλέον ποινή απ' ότι ορίζει ο νόμος), προσαπο-
- ἐν- (ἐντιμῶμαι= συνυπολογίζομαι)
Επίσης
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Πηγές
- τιμάω - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- τιμάω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τιμάω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.