τίμημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τίμημα | τα | τιμήματα |
| γενική | του | τιμήματος | των | τιμημάτων |
| αιτιατική | το | τίμημα | τα | τιμήματα |
| κλητική | τίμημα | τιμήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τίμημα < αρχαία ελληνική τίμημα < τιμώμαι
Ουσιαστικό
τίμημα ουδέτερο
- το χρηματικό ποσό που καταβάλλει κάποιος για να αγοράσει ή να κατασκευάσει κάτι, το κόστος, η τιμή
- ΔΕΗ: Εως 43,4 εκατ. ευρώ το τίμημα για τα έξι αιολικά πάρκα (Εφημερίδα ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ, 7 Σεπτεμβρίου 2010)
- (μεταφορικά) οτιδήποτε πρέπει να προσφέρει κάποιος για να αποκτήσει ένα αγαθό, οι προσωπικές θυσίες που πρέπει να υποστεί, το κόστος
- αφιέρωσε όλη του τη ζωή στην επιστήμη με τίμημα την απομάκρυνση από τις χαρές της κοινωνικής ζωής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.