σέβομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σέβομαι < αρχαία ελληνική σέβομαι

Ρήμα

σέβομαι (αποθετικό ρήμα)

  • εκτιμώ σε μεγάλο βαθμό ένα πρόσωπο για την προσφορά του και την προσωπικότητά του
  • δείχνω σεβασμό για κάποιον ή κάτι και προσπαθώ να μην τον/το προσβάλω
    Είναι η δουλειά τους, και τη δουλειά του αλλουνού πρέπει κανείς να τη σέβεται. (Ασημάκης Πανσέληνος, Τότε που ζούσαμε)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.