τιμημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τιμημένος η τιμημένη το τιμημένο
      γενική του τιμημένου της τιμημένης του τιμημένου
    αιτιατική τον τιμημένο την τιμημένη το τιμημένο
     κλητική τιμημένε τιμημένη τιμημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τιμημένοι οι τιμημένες τα τιμημένα
      γενική των τιμημένων των τιμημένων των τιμημένων
    αιτιατική τους τιμημένους τις τιμημένες τα τιμημένα
     κλητική τιμημένοι τιμημένες τιμημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τιμημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου τιμώ

Μετοχή

τιμημένος, -η, -ο

  •  δείτε τη λέξη τιμώ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.