υποτιμώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

υποτιμώ < αρχαία ελληνική ὑποτιμῶ

Ρήμα

υποτιμώ (παθητική φωνή: υποτιμώμαι)

  1. αποδίδω σε κάποιον ή κάτι αξία μικρότερη από αυτήν που πραγματικά έχει
     αντώνυμα: υπερεκτιμώ
  2. (οικονομία) μειώνω τη συναλλαγματική ισοτιμία ενός νομίσματος έναντι ξένων νομισμάτων

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.